- λεπτόσωμος
- η , ο [ος , ον ] стройный, тонкий, гибкий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λεπτόσωμος — η, ο (AM λεπτόσωμος, ον) αυτός που έχει λεπτό σώμα, λεπτοφυής, ισχνός νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. 1. βοτ. γένος κορακόμορφων πτηνών 2. ανθρωπολ. άτομο που χαρακτηρίζεται από λεπτοσωμία μσν. (για τον αέρα) αυτός που έχει αραιή σύσταση … Dictionary of Greek
λεπτόσωμον — λεπτόσωμος with thin masc/fem acc sg λεπτόσωμος with thin neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτοσώμων — λεπτόσωμος with thin masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτόσωμα — λεπτόσωμος with thin neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτόσωμοι — λεπτόσωμος with thin masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτ(ο)- — (AM λεπτ[ο]) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους προσδιοριστικού τύπου. Το α συνθετικό προσδίδει τη σημ. τής λεπτότητας στο β συνθετικό (πρβλ. λεπτό γραμμος, λεπτό… … Dictionary of Greek
λεπτοσωμία — η [λεπτόσωμος] ανθρωπολ. χαρακτηριστικό φυλών ή ατόμων με αδύνατο και μακρύ σώμα … Dictionary of Greek
σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… … Dictionary of Greek
ՆՐԲԱՄԱՐՄԻՆ — ( ) NBH 2 0455 Chronological Sequence: 8c ա. λεπτόσωμος subtilis corporis. Նուրբ եւ անօսր մարմնով. *Ո՛ որ նրբամարմին եհեղ զօդ. Պիսիդ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)